«Ότι δεν πρέπει να θαρρούμεν πως είναι δυνατόν να σωθούμεν
με την πίστιν μόνον, χωρίς να κάμωμεν καλά έργα»
Ανίσως ποθούμε, αγαπητοί μου αδελφοί, να επιτύχουμε την βασιλείαν του Θεού, πρέπει να έχουμε πολλή προσοχή, και επιμέλεια, πολλή προθυμία, και αγώνα, και να μη νομίζουμε πως είναι αρκετόν εις ημάς δια να σωθούμε, το να πιστεύομε μόνον εις τον αληθινό Θεό και να είμαστε ορθόδοξοι χριστιανοί, προβάλλοντας εις απολογία εκείνο το λόγο οπού είπε ο Κύριος μας. «Ότι ο πιστεύσας, και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται».
Αλλά δια τούτο μάλιστα πρέπει να αγωνιζώμεθα, και να προσέχουμε, δια να μη περιπατούμεν αναξίως της κλήσεως, ης εκλήθημεν, καθώς λέγει ο Απόστολος Παύλος: δηλ. να μη κάνουμε έργα ανάξια δια τον Χριστόν, με του οποίου το όνομα ωνομάσθημεν, και λεγόμαστε χριστιανοί, ξεύροντες ότι θέλει κατακριθούμεν περισσότερον, ανίσως, ύστερα από την ονομασίαν ταύτην, ζούμε με οκνηρία, και αμέλεια δεν ωφελεί».
Και άκουσε τον Κύριον οπού λέγει. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε Κύριε εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς». Ομοίως άκουσε και τον θείον Παύλον οπού λέγει. «Θεόν ομολογούσιν ειδέναι, τοις δε έργοις αρνούνται, βδελυκτοί όντες, και απειθείς, και προς παν έργον αγαθόν αδόκιμοι».
Βλέπεις, αγαπητέ, πως δεν είναι δυνατόν να σωθεί τινάς, με μόνην την πίστη χωρίς τα έργα; επειδή εάν εσώζωντο με την πίστη μόνον, ηύτοι οπού πιστεύουν πως είναι Θεός, κατεδικάσθησαν εις την γέενναν του πυρός δια τα πονηρά έργα τους.
Λοιπόν καλή είναι η πίστις, εάν απέκτησες και έργα. Διατί σώμα χωρίς ψυχήν, είναι ακίνητον, και ανενέργητον. Τοιουτωτρόπως και η πίστις, χωρίς έργα, είναι νεκρά. Και άκουσε τον Άγιον Ιάκωβον τον αδελφόθεον οπού λέγει. «Τι το όφελος αδελφοί, εάν πίστιν λέγη τις έχειν, έργα δε μη έχη; μη δύναται η πίστις σώσαι αυτόν; εάν αδελφός, ή αδελφή υπάρχωσι γυμνοί, και λειπόμενοι ώσι της εφημέρου τροφής, ειπή δε τις αυτοίς, εξ υμών, υπάγετε εν ειρήνη θερμαίνεσθε, και χορτάζεσθε, μη δώτε δε αυτοίς τα επιτήδεια του σώματος, τι το όφελος; ούτω και η πίστις, εάν μη έχη έργα. Δείξόν μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου, καγώ δείξω σοι την πίστιν μου εκ των έργων μου».
Ταύτα ακούωντας, αδελφέ, άφησε την πολλήν σου αμέλειαν, και σπούδασε να έχης και έργα μαζή με την πίστιν. Διατί εκείνος οπού έχει πίστιν μαζή με έργα, είναι καλλίτερος από εκείνον οπού κάνει σημεία, και θαύματα. Επειδή ποίον είναι το κέρδος; Τί το όφελος εις εκείνον οπού κάνει σημεία, ανίσως και αποδιωχθή από την βασιλείαν των ουρανών, και κληρονομήση την γέενναν του ασβέστου πυρός; μήπως και δύναται να σωθή εκείνος οπού κάνει θαύματα, και ιατρείας, εάν δεν έχη τα έργα οπού τον κάνουν δίκαιον; μη γένοιτο. Και άκουσε τον Κύριον οπού λέγει. «Πολλοί ερούσί μοι εν εκείνη τη ημέρα, Κύριε, Κύριε, τω σω ονόματι προεφητεύσαμεν, και τω σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν. Και τότε ομολογήσω αυτοίς, ουδέποτε έγνων υμάς. Αποχωρείτε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν».
Βλέπεις, ότι και εκείνοι οπού κάνουν τα σημεία, και έχουν τας προφητείας, δεν είναι δυνατόν να ωφελήσουν τον εαυτόν τους χωρίς έργα; διότι εκείνος οπού πιστεύει, δεν συνάγει άσπρα (σ.σ. χρήματα)• επειδή πιστεύει, ότι ο Θεός δεν αφίνει απρονοήτους εκείνους οπού πιστεύουν εις αυτόν, αλλ’ έχει την έγνοιάν τους, καθώς λέγει. «Οίδε γαρ ο Πατήρ ημών ο ουράνιος, ότι χρήζετε τούτων απάντων. Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν αυτού, και την δικαιοσύνην, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν». Οποίος πιστεύει, σκορπίζει τα άσπρα του εις τους πτωχούς, διατί πιστεύει ότι θέλει λάβη εκατονταπλασίονα, και θέλει κληρονομήσει ζωήν αιώνιον.
Και άκουσε τι λέγει δια εκείνους οπού πιστεύουν εν αληθεία. «Πάντες οι πιστεύοντες ήσαν επί το αυτό, και είχον άπαντα κοινά, και τα κτήματα αυτών, και τας υπάρξεις επίπρασκον, και διεμέριζον αυτά πάσι, καθ’ ο,τι αν τις χρείαν είχεν. Όσοι γαρ κτήτορες χωρίων, ή οικιών υπήρχον, πωλούντες έφερον τας τιμάς των πιπρασκομένων, και ετίθουν προς τους πόδας των Αποστόλων. Διεδίδετο δε εκάστω, καθ’ ο,τι αν τις χρείαν είχεν».
Εκείνος οπού πιστεύει, δεν υπερηφανεύεται, αλλά μιμούμενος αυτόν τον Κύριον, κυνηγά – ζητεί επιπόνως την ταπείνωσιν, καθώς και ο Κύριος.
Εκείνος οπού πιστεύει, δεν γελά, αλλά πενθεί, και κλαίει δια τας αμαρτίας του: διότι πιστεύει, ότι εκείνοι οπού γελούν εις ταύτην την ζωήν, θέλει πενθήσουν, και κλαύσουν εις την άλλην.
Εκείνοι οπού πιστεύουν, δεν είναι θυμώδεις, ουδέ ταραχοποιοί, αλλά μιμούμενοι τον Κύριον, έχουν πραότητα καθώς ο Κύριος λέγει. «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί, και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών». Δια τούτο και μακαρίζει τους τοιούτους λέγων, «Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην».
Όποιος πιστεύει, μισεί την αδικίαν και αγαπά την δικαιοσύνην, επειδή ο Θεός την δικαιοσύνην ηγάπησε, την δε αδικίαν εμίσησε. Ότι είναι γεγραμμένον. «Ο αγαπών την αδικίαν, μισεί την εαυτού ψυχήν».
Όσοι πιστεύουν δεν μάχονται με άλλους, αλλά μάλιστα ειρηνοποιούν εκείνους οπού μάχονται, μιμούμενοι τον Κύριον’ διότι και εκείνος τούτο έκαμεν. «Εχθρούς ημάς όντας ειρηνοποίησε προς τον ομοούσιον Πατέρα».
Ο πιστεύων υπομένει κάθε πειρασμόν, και δεν βλασφημεί. Διότι πιστεύει ότι θέλει λάβη δια την υπομονήν του άφθαρτον στέφανον. Διότι λέγει ο Απόστολος Ιάκωβος ο αδελφός του Κυρίου. «Μακάριος ανθρωπος, ος υπομένει πειρασμόν, ότι δόκιμος γενόμενος, λήψεται τον στέφανον της ζωής, ον επηγγείλατο ο Κύριος τοις αγαπώσιν αυτόν».
Όποιος πιστεύει, δεν οργίζεται, αλλά μακροθυμεί, και φυλάττει την εντολήν του Κυρίου, οπού λέγει: να μην οργίζεται καθόλου.
Εκείνος οπού πιστεύει, φυλάττει σωφροσύνην, και δεν μολύνει τον εαυτόν του με πορνείας, και μοιχείας, και επιλοίπους ακαθαρσίας, αλλά φυλάττει καθαρότητα, και σωφροσύνην διατί πιστεύει, ότι εκείνοι οπού μολύνουν τα σώματά τους, δεν θέλει σωθούν. «Πόρνους γαρ και μοιχούς κρινεί ο Θεός».
Ο πιστεύων, δεν σκανδαλίζει αδελφόν, αλλά υπηρετεί όλους, και δεν γογγύζει, αλλά μένει με την υπομονήν του Θεού, διότι πιστεύει, πως θέλει λάβη μεγαλήτερον μισθόν, καθώς λέγει και ο Κύριος. «Ος τις θέλει γενέσθαι μέγας εν υμίν, έστω υμών διάκονος. Και ος εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έστω πάντων δούλος».
Εκείνος οπού πιστεύει, δεν επιορκεί, ουδέ κάνει όρκον παντελώς με το στόμα του, διότι πείθεται εις τον Κύριον οπού είπεν. «Εγώ δε λέγω υμίν, μη ομόσαι όλως».
Όποιος πιστεύει, δεν είναι οκνηρός και αμελής εις τας προσευχάς, και ακολουθίας, αλλά προσέχει πάντοτε, και προσεύχεται αδιακόπως. Ο πιστεύων, δεν κατακρίνει τινά. Διότι πιστεύει, ότι πάντες εσμέν εν επιτιμίοις• και ότι όλους μέλλει να τους κρίνη ο Θεός’ και ω κρίματι κρίνει τις, τούτω κριθήσεται.
Εκείνος οπού πιστεύει, δεν περιπατεί την πλατείαν και ευρύχωρον στράταν, η οποία φέρει εις απώλειαν εκείνους οπού την περιπατούν, αλλά περιπατεί την στενήν και τεθλιμμένην, διότι πιστεύει πως θέλει λυπηθή ολίγον και θέλει χαρή αιωνίως μαζί με τον Κύριον μετά πάντων των Αγίων.
Ο πιστεύων δεν αγαπά τον κόσμον, ουδέ τα πράγματα του κόσμου, ουδέ γονείς, ουδέ αδελφούς, ή γυναίκα, ή τέκνα, ουδέ άλλο τίποτε, αλλ’ αγαπά μόνον τον Κύριον και ασυκώνει τον Σταυρόν αυτού και τον ακολουθεί, διατί πιστεύει, ότι χίλιαις ημέραις, είναι ωσάν μία ημέρα εμπρός εις τον Κύριον και χίλιαις ημέραις θέλει μετρηθούν κοντά εις τον Θεόν, ωσάν μία σταλαγματία εις την θάλασσαν. Ο δε μέλλων αιών είναι απέραντος, δεν έχει τέλος ουδέ αριθμόν.
Εκείνος οπού πιστεύει δεν μένει αμετανόητος εις τας αμαρτίας του, αλλ’ εάν και αμαρτήση ως άνθρωπος, μετανοεί, και πενθεί, και κλαίει δια τας αμαρτίας του, και δεν αμαρτάνει πλέον.
Ο πιστεύων, δεν ξεφαντώνει και τρυφά με μεθύσια και ασελγή συμπόσια και πορνικά τραγούδια, αλλ’ ενθυμείται πάντοτε τον θάνατον, και την φοβεράν ημέραν της κρίσεως. Και ταύτα ενθυμούμενος προσεύχεται πάντοτε, νηστεύει, εγκρατεύεται, και ετοιμάζει τα έργα του δια τον θάνατον, πως να αποκριθή να απολογηθή εις τον βασιλέα της δόξης.
Ο πιστεύων, αγαπά τον Κύριον, και μισεί τα πονηρά. Όσοι πιστεύουν δεν φυλάττουν έχθραν, μίσος κατά του αδελφού τους, ουδέ αποδίδουν κακόν αντί κακού. Αλλ’ αγαπούν τους μισούντας αυτούς, κάνουν καλόν εις εκείνους οπού τους κακοποιούν. Ευλογούν εκείνους οπού τους καταρώνται. Υποφέρουν εκείνους οπού τους κατατρέχουν. Όταν βλασφημούνται – υβρίζωνται, παρακαλούν, χαίρονται.
Δεν λογίζονται κανένα κακόν διότι έχουν την αγάπην ανόθευτον, καθαράν, αληθινήν, ότι λογής την απόκτησε και ο Απόστολος, καθώς λέγει. «Αλήθειαν λέγω εν Χριστώ, ου ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι της συνειδήσεώς μου εν Πνεύματι Αγίω, ότι λύπη μοι εστί μεγάλη, και αδιάλειπτος οδύνη εν τη καρδία μου. Ηυχόμην γαρ, αυτός ανάθεμα είναι από του Χριστού, υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα.
Ότι λογής αγάπην είχε και ο Προφήτης Μωϋσής, ότι ούτος είπεν εις τον λαόν: «υμείς ημαρτήκατε αμαρτίαν μεγάλην. Και νυν αναβήσομαι προς τον Θεόν ούτως, ίνα εξιλάσωμαι προς τον Θεόν περί της αμαρτίας υμών.
Επέστρεψε δε Μωϋσής προς Κύριον, και είπε. Δέομαι Κύριε, ήμαρτεν ο λαός ούτος αμαρτίαν μεγάλην, και εποίησαν εαυτοίς Θεούς χρυσούς. Και νυν, ει μεν αφής αυτοίς την αμαρτίαν αυτών, ει δε μη, εξάλειψον καμέ εκ της βίβλου ης έγραψας». Τοιαύτην διάθεσιν είχε και ο Δαβίδ, δια τούτο και έλεγε. «Μετά των μισούντων την ειρήνην ήμην ειρηνικός».
Βλέπεις, τι λογής αγάπην είχαν εκείνοι οπού επίστευαν με αλήθειαν; εκείνος οπού πιστεύει, δεν κάνει κανένα πράγμα με υπόκρισιν, αλλά κάνει όλα του τα έργα δια τον Κύριον. Διατί εις εκείνον έχει προσηλωμένα τα μάτια της ψυχής του, και από εκείνον μόνον πιστεύει, ότι έχει να λάβη μισθόν των έργων του.
Όποιος πιστεύει, αγαπά εκείνους οπού πιστεύουν ορθώς εις τον Κύριον. Εκείνους δε οπού δεν πιστεύουν ορθώς, αποστρέφεται και δεν τους υποφέρει, αλλά τους διώχνει, τους κυνηγά.
Ο πιστεύων, δεν παρακούει τα θεία λόγια, αλλ’ ως πιστός, κάνει με προθυμίαν όλα του τα έργα ωσάν εργάτης του Θεού.
Όποιος πιστεύει, δεν κολακεύει, δεν φυλάττει προσωποληψίαν – χατήρι, αλλά ομιλεί και κάνει όλα με αλήθειαν, και ορθότητα. Διατί πιστεύει εκείνο οπού είπεν ο Προφήτης. «Ουαί οι λέγοντες το «φως σκότος, και το σκότος φως, οι τιθέντες το γλυκύ πικρόν, και το πικρόν γλυκύ».
Εκείνοι οπού πιστεύουν, δεν υπερηφανεύονται, ουδέ υψηλοφρονούν εις τους επαίνους και κολακείας. Διότι λέγει ο Κύριος δια του Προφήτου. «Λαός μου, οι μακαρίζοντες υμάς πλανώσιν υμάς, και την τρίβον των ποδών υμών εκταράσσουσιν».
Εκείνος οπού πιστεύει, και αποστρέφεται τον κόσμον δια τον Κύριον, δεν συμπλέκεται πλέον με τούτον. Διότι λέγει ο Απόστολος Παύλος: «ουδείς στρατευόμενος εμπλέκεται ταις του βίου πραγματείαις, ίνα τω στρατολογήσαντι αρέση. Εάν δε και αθλή τις ου στεφανούται, εάν μη νομίμως αθλήση».
Όποιος πιστεύει, δεν καταδέχεται κανένα πονηρόν, αλλ’ αγωνίζεται μέχρι θανάτου δια τον Χριστόν, και την αλήθειαν, και δεν φοβείται’ επειδή εκείνοι οπού βλέπουν τα πονηρά και άνομα οπού γίνονται, και τα καταδέχονται, είναι όμοιοι με εκείνους οπού τα κάνουν, και θέλει απολεσθούν μαζή με εκείνους, καθώς και ο ιερεύς Ηλί απωλέσθη μαζή με τους παρανόμους υιούς του. Διο και ο Προφήτης τους ωνόμασε σκύλλους αφώνους.
Εκείνος οπού πιστεύει, δεν αγαπά εκείνους οπού δεν πιστεύουν ορθά, καθώς λέγει ο Δαβίδ. «Ουχί τους μισούντάς σε Κύριε εμίσησα, και επί τους εχθρούς σου εξετηκόμην• τέλειον μίσος εμίσουν αυτούς, εις εχθρούς εγένοντό μοι».
Όποιος πιστεύει, λαλεί την αλήθειαν, και δεν ευγαίνει από το στόμα του κανένα ψεύδος’ επειδή εκείνοι οπού λέγουν το ψεύδος, είναι άπιστοι, και υιοί του διαβόλου.
Όποιος πιστεύει, δεν πλεονεκτεί, αλλά μάλιστα ελεεί, και ευσπλαγχνίζεται, διατί πιστεύει, ότι οι ελεήμονες ελεηθήσονται. Και ότι ο Κύριος θέλει καταστρέψει τα σπήτια εκείνων οπού πλεονεκτούν, και εκείνοι θέλει παραδοθούν εις την γέενναν της κολάσεως, και εις τον ακοίμητον σκώληκα.
Όποιος πιστεύει, δεν μεταλαμβάνει αναξίως τα άχραντα μυστήρια, αλλά καθαρίζει τον εαυτόν του, από κάθε μολυσμόν, από την γαστριμαργίαν, από την μνησικακίαν, από έργα πονηρά, και λόγια άσχημα, από γέλοια άτακτα, από ρυπαρούς λογισμούς, από κάθε ακαθαρσίαν, και κακήν ενέργειαν, και τοιουτωτρόπως δέχεται τον Βασιλέα της δόξης, επειδή ο διάβολος επιπηδώντας εμβαίνει εις εκείνους οπού μεταλαμβάνουν αναξίως τα άχραντα μυστήρια, και έρχεται μέσα εις την καρδίαν τους, καθώς έκαμεν εις τον Ιούδαν όταν εμετάλαβε από το δείπνον του Κυρίου.
Δια τούτο λέγει και ο θείος Παύλος. «δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω, και εκ του ποτηρίου πινέτω. Ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως, κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει. Και δια τούτο πολλοί εν υμίν ασθενείς, και άρρωστοι, και κοιμώνται ικανοί».
Εκείνος οπού πιστεύει, δεν συκοφαντεί, δεν κατηγορεί τους αδελφούς του χριστιανούς, αλλά μάλιστα τους επαινεί, διότι εκείνοι οπού επαινούν άλλους, θέλει επαινεθούν από τους αγίους Αγγέλους εις την βασιλείαν των ουρανών. Ουαί δε και αλλοίμονον εις εκείνους οπού κατηγορούν, και εγκαλούν άλλους ως πονηρούς, διατί θέλει φερθούν από τους πονηρούς διαβόλους ωσάν κτήνη τετράποδα εις το σκότος το εξώτερον, και εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.
Εκείνος οπού πιστεύει, περιπατεί ορθά την στράταν των εντολών του Θεού, και δεν κλίνει ούτε αριστερά, ούτε δεξιά, ουδέ διαστρέφει άλλους με την πονηρίαν του’ ότι εκείνος οπού διαστρέφει άλλους είναι χειρότερος από τον διάβολον. Δια τούτο λέγει και ο Θεός με το στόμα του Προφήτου Αββακούμ. «Ω, ο ποτίζων αυτού τω πλησίον ανατροπήν θολεράν, και ο μεθύσκων, όπως επιβλέπη επί τα σπήλαια αυτών πλησμονή ατιμίας εκ δόξης. Πίε και συ, και διασαλεύθητι, και σείσθητι».
Διότι εκείνος οπού πιστεύει με αλήθειαν, δεν πιστεύει με τα στόμα, και την γλώσσάν του, αλλά με την καρδίαν του, και τούτου τα έργα δείχνονται φανερά. «Ου δύναται γαρ πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη». Επειδή εκείνος οπού πιστεύει εν αληθεία με την καρδίαν του εργάζεται τας εντολάς του Κυρίου. Εκείνος δε οπού πιστεύει με τα λόγια και όχι με την καρδίαν του, είναι εύκαιρος από καλά έργα. Δια τους οποίους λέγει ο Κύριος δια του Προφήτου. «Εγγίζει μοι ο λαός ούτος εν τω στόματι αυτών, και εν τη γλώσση αυτών εψεύσαντο αυτώ».
Λοιπόν αδελφέ, όταν βλέπης τον εαυτόν σου πως είσαι εύπορος, πλούσιος από όλα τα πονηρά έργα, και άπορος, εύκαιρος από όλα τα αγαθά, ειπέ μου πως δύνασαι να ονομάσης τον εαυτόν σου πιστόν; ότι, καθώς νομίζω, είσαι χειρότερος και από τους απίστους’ διότι τα έθνη τα μη νόμον έχοντα, φύσει τα του νόμου ποιούσι. Λοιπόν εάν πιστεύης, φεύγε την αμαρτίαν, και φωνάζωντας θρήνησε, κλαύσε και καταδίκασε τον εαυτόν σου, και άφησε τα κακά έργα, με τα οποία έζησες έως της σήμερον.
Και αγωνίσου με προθυμίαν, δια να ευρεθής με έργα καλά έμπροσθεν του Βασιλέως της δόξης εις εκείνην την φοβεράν ημέραν της κρίσεως, εις την οποίαν μέλλει να πληρώση κάθε έναν κατά τα έργα του. Διότι λέγει ο Απόστολος. «Ει τις εποικοδομεί επί τω θεμελίω τούτω, χρυσόν, άργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, εκάστου το έργον φανερόν γενήσεται. Η γαρ ημέρα δηλώσει, ότι εν πυρί αποκαλύπτεται, και εκάστου το έργον τω πυρί δοκιμασθήσεται. Ει τινος το έργον μενεί, ο ὃ επωκοδόμησε, μισθόν λήψεται. Ει τινός το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται. Αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε, ως δια πυρός».
Συλλογίσου λοιπόν αδελφέ το φοβερόν, και φρικτόν μυστήριον, και τρόμαξε εις τούτα οπού ακούεις. Διότι εάν μέλλη να δοκιμάση όλους τους ανθρώπους το πυρ, συ λοιπόν τότε πού μέλλει να φανής; ή πώς θέλει τολμήσεις να πλησιάσης αυτό εσύ οπού οικοδόμησες εις τον εαυτόν σου βαρύ, και δυσκολοβάστακτον φορτίον από χόρτον, και καλάμην, και από κάθε άλλην ύλην πονηράν; αλλοίμονον εις εμέ. Τί θέλει κάμω τότε. Επειδή τα μεν πονηρά και φρυγανώδη μου φορτία θέλει κατακαυθούν από το άσβεστον εκείνο πυρ, εγώ δε θέλει μείνω παντοτεινά να καίωμαι αιωνίως μέσα εις εκείνο το αιώνιον πυρ δια τα κακά, και πονηρά έργα μου.
Όθεν αδελφέ μου αγαπητέ, εννοώντας ταύτα, πρόλαβε τον καιρόν, και άφησε τας πονηρίας όλας, οπού έκαμες εκ νεότητός σου, και εξύπνησε από τον ύπνον της αμελείας. Έλα εις τον εαυτόν σου. Διόρθωσε τα πολλά, και αναρίθμητα σφάλματά σου. Αποδίωξε τας πονηράς και εμπαθείς σου προσλήψεις• απόρριψε από τον εαυτόν σου τας σαρκικάς ηδυπαθείας, δια μέσου της εκπληρώσεως των εντολών του Θεού, και της προς Θεόν καθαράς και αληθινής σου πίστεως, δια να στεφανωθής αξίως παρ’ αυτού, και να αξιωθής της βασιλείας των ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι, και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ω η δόξα και το κράτος νυν, και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Αγίου Συμεών του νέου θεολόγου - λόγος 48ος
Η μετάφραση από την έκδόση του 1886,
«Συμεών του Νέου Θεολόγου, τα Ευρισκόμενα»,
εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσ/κη 1977
Όσιος Συμεών Ο Νέος Θεολόγος (949 - 1022)
Πρώην μὲν εἶχες γλώτταν ἀντὶ τῆς βίβλου,
Γλώττης δὲ ἀντί, σὴν ἔχεις ἤδη βίβλον.
Βιογραφία
Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, γεννήθηκε το έτος 949 μ.Χ. στη Γαλάτη της Παφλαγονίας από γονείς ευσεβείς και εύπορους, τον Βασίλειο και την Θεοφανώ. Ο θείος του Βασίλειος, ο οποίος κατείχε υψηλή θέση στον αυτοκρατορικό οίκο της Κωνσταντινουπόλεως, προσέλαβε νωρίς τον ανεψιό του κοντά του, όπου, όπως ήταν φυσικό, έτυχε καλής παιδείας. Όμως ο Όσιος δεν έδινε προσοχή και δεν έδειχνε ενδιαφέρον για μάθηση.
Κατά την εποχή αυτή ο Συμεών γνωρίστηκε με έναν μοναχό της περιωνύμου μονής Στουδίου, ο οποίος ονομαζόταν, επίσης, Συμεών. Ο μοναχός αυτός έγινε από την αρχή ο πνευματικός του πατέρας. Όταν κατά το έτος 963 μ.Χ. πέθανε ο θείος του, ο Συμεών προσήλθε στη μονή του Στουδίου, όπου ζητούσε «τὸν ἐκ νεότητος αὐτοῦ χρηματίσαντα πατέρα πνευματικὸν καὶ διδάσκαλον». Ο ίδιος ο Όσιος Συμεών παρομοιάζει τον θείο του με τον Φαραώ, τη διαμονή του στον αυτοκρατορικό οίκο με την αιχμαλωσία των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο και τον πνευματικό του πατέρα με τον Μωυσή.
Κάποτε ο Γέροντάς του, του έδωσε ένα βιβλίο με τα συγγράμματα των Αγίων Μάρκου του Ερημίτου και Διαδόχου Φωτικής. Ζωηρή εντύπωση του προξένησε το ακόλουθο απόφθεγμα από το βιβλίο του Αγίου Μάρκου του Ασκητού, που είχε τον τίτλο «Περὶ Νόμου Πνευματικοῦ»: «Ἐὰν ζητᾷς ὠφέλεια, ἐπιμελήσου τὴ συνείδησή σου, κάνε ὅσα σοῦ λέει καὶ θὰ εὕρεις τὴν ὠφέλεια».
Ο Όσιος Συμεών ήταν σαν να άκουσε το λόγο αυτό από το στόμα του Θεού και άρχισε αμέσως να κάνει ότι τον πρόσταζε η συνείδησή του. Και αυτή, που είναι κάτι θεϊκό, τον παρακινούσε συνεχώς στα ανώτερα, έτσι ώστε αύξησε την προσευχή και την μελέτη του μέχρι την ώρα που άρχιζε να λαλεί ο πετεινός, δηλαδή μέχρι τα χαράματα. Σε αυτό τον βοηθούσε και η συνεχής νηστεία. Έτσι, ακόμα και πριν φύγει από τον κόσμο, ζούσε σχεδόν ασώματο βίο. Δεν του χρειάστηκε λοιπόν πολύς καιρός, για να εκδημήσει εντελώς από τα ορώμενα και να εισδύσει στα αόρατα θεία θεάματα.
Κάποια νύχτα, λοιπόν, που προσευχόταν και με καθαρό νου επικοινωνούσε με τον Θεό, είδε ξαφνικά να λάμπει άπλετο φως από τους ουρανούς και να κατεβαίνει προς αυτόν. Φώτισε τα πάντα και τα μετέβαλε σε μια ολοκάθαρη ημέρα. Καθώς ήταν και ο ίδιος τυλιγμένος από αυτό το φως, του φαινόταν σαν να εξαφανίσθηκε ολόκληρη η οικία μαζί με το δωμάτιό του, ενώ ο ίδιος είχε αρπαγεί στον αέρα, νιώθοντας σαν να μην είχε καθόλου σώμα. Κατάπληκτος από το μέγα τούτο μυστήριο κραύγαζε με μεγάλη φωνή το «Κύριε, ἐλέησον».
Καθώς βρισκόταν μέσα σε αυτό το θείο φως, βλέπει στα ύψη του ουρανού μια ολόφωτη νεφέλη, άμορφη και ασχημάτιστη, γεμάτη από την άρρητη δόξα του Θεού. Στα δεξιά της έστεκε ο πνευματικός του πατέρας Συμεών ο Ευλαβής. Έμεινε σε αυτή την εκστατική κατάσταση για πολύ, χωρίς να αισθάνεται, καθώς βεβαίωνε αργότερα, εάν ήταν μέσα στο σώμα ή εκτός του σώματος. Όταν κάποτε εκείνο το φως σιγά - σιγά υποχώρησε, ήλθε στον εαυτό του και κατάλαβε πως βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο.
Μετά από αυτή τη θεωρία, ο Όσιος Συμεών ικέτευε συνεχώς το Γέροντά του να τον κείρει μοναχό.
Αλλά ο πνευματικός του πατέρας τον αναχαίτισε, επειδή ήταν νέος στην ηλικία και έτσι ο Όσιος επέστρεψε στην οικία του θείου του, όπου άρχισε με επιμέλεια να μελετά. Βαθιά εντύπωση απεκόμισε από τα έργα των Αγίων Μάρκου του Ασκητού και Διαδόχου Φωτικής, τα οποία έλαβε από τα χέρια του πνευματικού του.
Κατά το έτος 970 μ.Χ. ο Συμεών επισκέφθηκε τους γονείς του και τους ανακοίνωσε την κλίση του για τον μοναχικό βίο. Μάταια εκείνοι προσπάθησαν να μεταβάλλουν την απόφαση του μονάκριβου υιού τους. Η απόφαση του Συμεών ήταν σταθερή. Αρνήθηκε εγγράφως την πατρική περιουσία που του ανήκε και κατέφυγε στη μονή του Στουδίου. Λίγο αργότερα μεταβαίνει στη μονή του Αγίου Μάμαντος του Ξηροκέρκου, υπό τον ηγούμενο Αντώνιο, που βρισκόταν κοντά στη μονή του Στουδίου. Μετά από μία διετία εκάρη εδώ μοναχός, για να φωτίζει όλους τους πιστούς με το φως της γνώσεως, που φώτιζε τον εαυτό του. Όταν μετά από λίγο πέθανε ο ηγούμενος της μονής, ο Όσιος Συμεών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και με την ευλογία του Πατριάρχη Νικολάου του Χρυσοβέργη (984 - 995 μ.Χ.) και την έγκριση των μοναχών του Αγίου Μάμαντος, έγινε ηγούμενος της μονής.
Ως ηγούμενος ο Όσιος έπρεπε να αντιμετωπίσει πολλές δυσάρεστες καταστάσεις. Όχι μόνο την κατεστραμμένη μονή, αλλά προ πάντων το ανθρώπινο στοιχείο. Η μονή παρομοιαζόταν με κατάλυμα κοσμικών και νεκρών σωμάτων. Και η μεν μονή ως οικοδόμημα κατελαμπρύνθηκε, η πνευματική όμως συγκρότηση των μοναχών απαιτούσε πολλές ανυπέρβλητες προσπάθειες.
Η διδασκαλία του συνάντησε την μεγάλη αδιαφορία ορισμένης ομάδας μοναχών, οι οποίοι έφθασαν στο σημείο, κατά την διάρκεια μια πρωινής κατηχήσεως, να επιτεθούν κατά του Γέροντός τους. Κατά την ώρα της επιθέσεως ο Όσιος, «τᾶς χεῖρας δεσμεύσας πρὸς ἐαυτὸν καὶ εἰς οὐρανὸν ἄρας αὐτοῦ τὴν διάνοιαν, ἐπὶ χώρας ἄσειστος ἔστη, ὑπομειδίων καὶ φαιδρὸν ἀτενίζων πρὸς τοὺς ἀλάστορας».
Αυτό ήταν αρκετό να αφοπλίσει τελείως τους τριάντα εκείνους μοναχούς, οι οποίοι επέδειξαν αυτή την συμπεριφορά. Ο Πατριάρχης Σισίννιος ο Β' (996 - 998 μ.Χ.) προς τον οποίον κατέφυγαν αμέσως, για να δικαιωθούν προφανώς από αυτόν, εξεπλάγη από την μανία και τον φθόνο των ασύνετων μοναχών και διέταξε να εξορισθούν. Όμως ο Όσιος Συμεών παρακάλεσε θερμώς τον Πατριάρχη να τους συγχωρέσει.
Ο Όσιος, παρά τα πολλά καθήκοντά του στη μονή, εύρισκε καιρό να γράφει «τῶν θείων ὕμνων τοὺς ἔρωτες», τους «λόγους τῶν ἐξηγήσεων», τους «κατηχητικοὺς λόγους», τα «Πρακτικά, Γνωστικὰ καὶ Θεολογικὰ Κεφάλαια».
Δυσάρεστα ζητήματα εναντίων του Οσίου δημιούργησε ο σύγκελλος του Πατριάρχη, Μητροπολίτης Νικομήδειας Στέφανος. Αφορμή γι' αυτό ήταν η αγαθή φήμη του Οσίου. Επειδή ο σύγκελλος δεν μπορούσε να βρει στον βίο του Οσίου κάποια κατηγορία, στράφηκε προς το πρόσωπο του κοιμηθέντος ήδη Γέροντός του. Η κατηγορία του σύγκελλου ήταν ότι ο Όσιος υμνούσε τον πνευματικό του πατέρα ως Άγιο. Τελικά έπεισε την Σύνοδο να διερευνήσει το ζήτημα. Και μετά την διαδικασία αυτή, όλοι αναγνώρισαν, εκτός του σύγκελλου, το δίκαιο του Συμεών. Τότε ο σύγκελλος συνεργάστηκε με μοναχούς που εχθρεύονταν τον Όσιο και έκλεψε από τη μονή την εικόνα επί της οποίας είχε αγιογραφηθεί ο πνευματικός πατέρας του Οσίου μαζί με τον Χριστό και άλλους Αγίους. Ο Όσιος διατάχθηκε να προσέλθει στη Σύνοδο, για να απολογηθεί. Και πάλι βρέθηκε αθώος.
Ο Όσιος παρέμεινε επί είκοσι πέντε χρόνια ως ηγούμενος και το έτος 1005 μ.Χ. αποσύρθηκε σε ησυχαστήριο στο αντίπερα ερημόκαστρο της Χρυσουπόλεως, που εκαλείτο Παλουκητόν και ησύχαζε στη μονή της Αγίας Μαρίνας. Στην ηγουμενία τον διαδέχθηκε ο μαθητής του Αρσένιος. Κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1022 μ.Χ.
Η Σύναξη αυτού ετελείτο στη μονή του Στουδίου, στη μονή του Αγίου Μάμαντος και στη μονή της Αγίας Μαρίνας.
Για τη θεολογική του κατάρτιση και δεινότητα, ο Όσιος Συμεών ονομάσθηκε Νέος Θεολόγος, «ὁ Θεολόγος τοῦ φωτός» ή «ὁ Ἅγιος τοῦ φωτός». Κατά τις πνευματικές αναβάσεις του Αγίου, επιδιδόμενος στην ησυχία, ελευθερωνόταν από την ύλη, η γλώσσα του γινόταν γλώσσα πυρός, συνέθετε και θεολογούσε θείους ύμνους, γινόταν ολόκληρος πυρ, ολόκληρος φως και θεωνόταν κατά χάριν. Άλλοτε, μαρτυρείται ότι βρισκόταν επάνω στη γη και έχοντας τα χέρια υψωμένα και προσευχόμενος, ήταν «ὅλος φωτὸς καὶ ὅλος λαμπρότητος».
Από τις συγγραφές του σώζονται 92 λόγοι, 282 πρακτικά και θεολογικά κεφάλαια, καθώς και θρησκευτικά ποιήματα. Για τη θεολογική του δεινότητα ονομάστηκε Νέος Θεολόγος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἔλλαμψιν, Συμεὼν Πάτερ, εἰσδεξάμενος, ἐν τὴ ψυχή σου, φωστὴρ ἐν κόσμῳ ἐδείχθης λαμπρότατος, διασκεδάζων αὐτοῦ τὴν σκοτόμαιναν, καὶ πάντας πείθων ζητείν, ἣν ἀπώλεσαν, χάριν Πνεύματος. Αὐτὸν ἐκτενῶς ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου