ΠΑΡΑΣΚΕΥΉ, 18 ΙΑΝΟΥΑΡΊΟΥ 2013
Μια φορά, στην ανατολική καστρόπορτα μιας τρανής πολιτείας ήταν ένας μαρμαρένιος θρόνος·
στο θρόνο αυτόν κάθησαν χίλιοι βασιλιάδες τυφλοί στο δεξό μάτι΄
χίλιοι βασιλιάδες τυφλοί στο ζερβό μάτι΄
χίλιοι βασιλιάδες που έβλεπαν και με τα δυό τους μάτια - όλοι φώναζαν το Θεό να προβάλει να τον δούνε΄
μα όλοι κατέβηκαν στο μνήμα, χωρίς να τον δουν.
Και ήρθε, σαν έφυγαν οι βασιλιάδες, ένας φτωχός άνθρωπος, ξυπόλητος και πεινασμένος, και κάθισε:
«Θεέ μου» μουρμούρισε, « τα μάτια του ανθρώπου δεν αντέχουν να αντικρίσουν τον ήλιο, τυφλώνεται'
πως να μπορέσουν το λοιπόν να αντικρίσουν εσένα, Παντοδύναμε;
Λυπήσου, Κύριε, γλύκανε τη δύναμή σου, χαμήλωσε τη λάμψη σου, για να μπορέσω κι εγώ ο φτωχός και ανάπηρος να σε δω! »
Και τότε άκου! γίνηκε ο Θεός ένα κομμάτι ψωμί, μια κούπα δροσερό νερό, ένα ρούχο ζεστό, μια καλύβα΄
και μια γυναίκα μπροστά απ' την καλύβα που βύζαινε ένα μωρό.
Και ο φτωχός άπλωσε τις αγκάλες, χαμογέλασε ευτυχισμένος:
«Ευχαριστώ σε, Κύριε», μουρμούρισε΄
«ταπεινώθηκες για το χατήρι μου, γίνηκες ψωμί, νερό, ρούχο ζεστό, γυναίκα και γιος μου, για να σε δω'
και σε είδα'
σκύβω και προσκυνώ το πολυπρόσωπό σου πρόσωπο, το αγαπημένο! »
Νίκος Καζαντζάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου